σαββατιανός

σαββατιανός
η , ό субботний

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σαββατιανός" в других словарях:

  • σαββατιανός — ή, ό, Ν 1. σαββατιάτικος 2. (το ουδ. ώς ουσ.) το σαββατιανό είδος λευκού σταφυλιού που ευδοκιμεί στην Αττική, αλλ. ασπρούδι 3. παροιμ. α) «σαββατιανό κατάπιασμα, πομπή τής εβδομάδας» η δουλειά που αρχίζει κανείς την τελευταία στιγμή δεν γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • σαββατιανός — ή, ό αυτός που γίνεται μέρα Σάββατο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαββατιάτικος — η, ο επίρρ. α σαββατιανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»